-
1 διαγραφω
1) чертить, вычерчивать(τὰ ἐν ταῖς ἀνατομαῖς διαγεγραμμένα Arst.; τῇ ῥάβδῳ τι Plut.)
2) изображать в виде чертежа, набрасывать(πόλιν Plat.; σχῆμα πόλεως Arst.)
3) описывать(λόγῳ Plat.)
4) вычеркивать из списка(τοὺς ἱππέας Arph.)
; перен. перечеркивать, отклонять, отбрасывать(τὰ τοιαῦτα πάντα Plat.)
5) отменять, аннулировать(διαγράψαι τὸ δόγμα Plut.)
6) тж. med. юр. прекращатьδιαγέγραπταί μοι δίκη Arph. — мое дело прекращено;
διεγράψαντό μου τὰς δίκας Lys. — они подали возражение против моего иска7) составлять перечень, перечислять(τὰς προτάσεις Arst.)
8) составлять, сочинять(συνθῆκαι διαγραφεῖσαι Polyb.)
9) воен. производить набор, набирать(στρατιώτας Polyb.)
10) расписывать, распределять, разверстывать(τὸ διαγραφὲν ἀργύριον Arst.)
; назначать, распределять(χώρας καὴ δωρεάς τισι Plut.; σατραπείας Diod.)
-
2 προυπογραφομαι
-
3 εκτεμνω
эп.-ион. ἐκτάμνω1) вырезывать(ὀϊστὸν μηροῦ Hom.; ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat.)
; перен. очерчивать, описывать2) отрезывать, отрубать(μηρούς Hom.; πλόκαμον Eur.; γλῶσσαν Her.; φυτὰ ἐκτετμημένα Arst.)
3) перерезывать(τὸν λάρυγγά τινος Arph.; νεῦρα τῆς πόλεως Plut.)
4) вырубать, срубать(αἴγειρον Hom.; ἔλαιον Soph.; τὰ πρέμνα Lys.)
5) оскоплять, кастрировать(παῖδας Her.; τοὺς ἀλεκτρυόνας Plut.; ταῦρος ἐκτμηθείς Arst.)
οἱ ἐκτετμημένοι Arst. — кастраты6) досл. подрезывать, перен. подсекать, разрушать(ἐλπίδας Anth.; τέν ἀλκήν Plut.)
7) med. усыплять бдительность, обезоруживать(τῇ φιλανθρωπίᾳ τινά Polyb.)
-
4 παραγω
1) передвигать, переводить, отводить(τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια Xen.; τὸ ὕδωρ εἰς τὸ πεδίον Plut.)
π. πτέρυγας Eur. — изменять направление полета;π. τὰς μοίρας Her. — изменять ход судьбы2) приводить, вводить(π. εἰς τὸ δῆμόν, sc. τινα Lys.)
π. ἐς μέσον τινά Her. — приводить, т.е. представлять кого-л. (кому-л.);π. τι εἰς τὸ μέσον τοῖς λόγοις Plat. — ставить на обсуждение что-л.;παράγεσθαι εἴσω στέγας Soph. — проникать в дом3) склонять, сманивать, завлекать, совращать(τινὰ μύθοις Pind.; τινὰ εἰς ἀρκύστατα Aesch.; τινὰ ἀπάτῃ Thuc.)
τῷ φόβῳ παρηγόμην Soph. — мной руководило чувство страха;νέοις παραχθείς Eur. — поддавшись уговорам молодежи;παρηγμένος μισθοῖς εἰργάσθαι τάδε Soph. — побужденный к этому подкупом4) изменять, извращать, перетолковывать(τοὺς νόμους ἐπί τι, οὐδὲν γράμμα Plat.)
σμικρὸν παρῆκται τὸ ὄνομα Plat. — (это) слово мало изменилось;ὃ παράγοντες ἡμεῖς Ἄμμωνα λέγομεν Plut. — (имя Амун), которое мы переделали в Аммон;πειθοῖ καὴ λόγῳ π. τέν ἀνάγκην Plut. — убеждением и словом смягчать (суровую) необходимость5) (тж. π. τὸν χρόνον Plut.) затягивать, откладывать, тянуть(τέν πρᾶξιν Diod.; ἐκκρούειν καὴ π. Plut.)
6) проходить мимо(οὐ τὸ αὐτό ἐστι προσάγειν τε και π. Xen.; ἥ ἐκ τῆς πόλεως παράγουσα δύναμις Polyb.)
7) тж. med. проходить, кончаться(ἥ σκοτία παράγεται, παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου NT.)
8) производить, выводитьὁ ἀνδριὰς (οὐ ξύλον, ἀλλὰ) παράγεται ξύλινος Arst. — статуя (из дерева) называется не деревом, а производным словом «деревянная»
9) ( о кораблях) заходить, приставать, причаливать(ἐπὴ τέν Χρυσόπολιν, εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
-
5 προσχημα
- ατος τό1) прикрытие, предлогτοῦτο μὲν δέ π. λόγου ἦν Her. — это была лишь отговорка;
τοῦτο π. ποιούμενος Lys. — прикрываясь этим предлогом;π. ἦν ἀμύνασθαι Thuc. — предлогом было возмездие;π. τι ἐξαιτεῖσθαι Her. — требовать чего-л. (только) для виду2) введение, вступление(π. καὴ ἀρχέ τοῦ λόγου Plat.)
3) украшение, краса(Ἰωνίης Her.; τῆς πόλεως Dem.)
См. также в других словарях:
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek